παχύς, -ιά, -ύ, επίθ. [<αρχ. παχύς], παχύς. 1. που έχει αρκετό ή υπερβολικό πάχος, ο παχύσαρκος: «ήταν τόσο παχύς, που δεν μπορούσε να περπατήσει». 2. χαρακτηρισμός φαγητών, ιδίως σε υγρή κατάσταση (π.χ. σούπα) που είναι πηχτά, με πολύ λίπος, που είναι βαριά: «είναι τόσο παχιά η σούπα, που δεν τρώγεται»·
- εποχή παχιών αγελάδων, βλ. λ. αγελάδα·
- να ’σαι καλά τον Αύγουστο, που ’ναι παχιές οι μύγες, βλ. λ. μύγα·
- ο παπάς ο παχύς, έφαγε παχιά φακή, γιατί παπά παχύ, έφαγες παχιά φακή; παιχνίδι γλωσσοδέτη·
- παχιά λόγια, βλ. λ. λόγος·
- περίοδος παχιών αγελάδων, βλ. λ. αγελάδα·
- ρίχνω μια παχιά (ενν. μαλακία), αυνανίζομαι με άνεση και με πάθος, βάζοντας μέσα στη χούφτα μου και σάλιο για να γλιστράει το πέος μου: «την ώρα που ήμουν στο λουτρό, έριξα μια παχιά που την κατευχαριστήθηκα»·
- το μήνα που ’ναι παχιές οι μύγες, βλ. λ. μύγα·
- τον Αύγουστο, που ’ναι παχιές οι μύγες, βλ. λ. μύγα·
- τραβώ μια παχιά (ενν. μαλακία), βλ. φρ. ρίχνω μια παχιά.